ψευδόμορφος

ψευδόμορφος
-η, -ο / ψευδόμορφος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. αυτός που παρουσιάζει μορφή διαφορετική από τη συνηθισμένη, που μοιάζει με κάτι άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ψευδόμορφο
(ορυκτ.) ορυκτό που σχηματίζεται από τη χημική μεταβολή ή την αλλαγή τής δομής μιας άλλης ουσίας, παρά το γεγονός ότι αυτή διατηρεί το αρχικό εξωτερικό σχήμα της
μσν.
αυτός που παρουσιάζεται με ψευδή μορφή, που παραμορφώνει τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. pseudomorph].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”